- καταδότης
- οθηλ. καταδότρια και καταδότρα αυτός που καταδίδει ή κατέδωσε: Η αστυνομία πάντα ζητάει να βρει καταδότες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταδότης — ο, θηλ. καταδότρια αυτός που αποκαλύπτει κρυφά κάτι ή παραδίδει κάποιον με προδοσία, προδότης, σπιούνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδίδω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
εξάγγελος — ο (AM ἐξάγγελος) αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας 1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο,… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek
καταπατητής — ο (AM καταπατητής) [καταπατώ] νεοελλ. 1. αυτός που καταλαμβάνει αυθαίρετα ξένη ιδιοκτησία, ο σφετεριστής 2. αυτός που αθετεί υπόσχεση που έδωσε μσν. κλέφτης μσν. αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος, καταδότης («μὲ πονηρίαν ἀπέστειλεν τοὺς καταπατητάδες… … Dictionary of Greek
μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος … Dictionary of Greek
πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… … Dictionary of Greek
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
προσαγωγέας — ο / προσαγωγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. μουσ. η έβδομη βαθμίδα στο τονικό σύστημα τής ευρωπαϊκής μουσικής που προετοιμάζει την υποδοχή τής τονικής, τής όγδοης βαθμίδας αρχ. 1. αυτός που φέρνει, που παρουσιάζει κάποιον σε κάποιον άλλο 2. μτφ. (για τον… … Dictionary of Greek